ὑπωρόφιος — under the roof masc nom sg ὑπωρόφιος under the roof masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπωρόφιος — α, ο / ὑπωρόφιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ύπωροφία και ύπωρυφία Α αυτός που βρίσκεται κάτω από την οροφή, κάτω από την στέγη νεοελλ. φρ. «υπωρόφιο δωμάτιο» σοφίτα αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στο σπίτι 2. αυτός που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο… … Dictionary of Greek
ὑπωρόφιον — ὑπωρόφιος under the roof masc acc sg ὑπωρόφιος under the roof neut nom/voc/acc sg ὑπωρόφιος under the roof masc/fem acc sg ὑπωρόφιος under the roof neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωροφίων — ὑπωρόφιος under the roof fem gen pl ὑπωρόφιος under the roof masc/neut gen pl ὑπωρόφιος under the roof masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωροφίοιο — ὑπωρόφιος under the roof masc/neut gen sg (epic) ὑπωρόφιος under the roof masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωροφίοισι — ὑπωρόφιος under the roof masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὑπωρόφιος under the roof masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωροφίοισιν — ὑπωρόφιος under the roof masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὑπωρόφιος under the roof masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωροφίους — ὑπωρόφιος under the roof masc acc pl ὑπωρόφιος under the roof masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωρόφια — ὑπωρόφιος under the roof neut nom/voc/acc pl ὑπωρόφιος under the roof neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωρόφιοι — ὑπωρόφιος under the roof masc nom/voc pl ὑπωρόφιος under the roof masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωροφίαισι — ὑπωρόφιος under the roof fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)